Русско-новогреческий словарь - оставить
Перевод с русского языка оставить на греческий
сов, оставлять несов
1. ἀφήνω:
~ книгу дома ἀφήνω τό βιβλίο στό σπίτι· ~ вопрос нерешенным ἀφήνω τό ζήτημα ἄλυτο· ~ в стороне ἀφήνω κατά μέρος, ἀφήνω στήν μπάντα· ~ в недоумении ἀφήνω σέ ἀμηχανία· ~ в покое ἀφήνω ήσυχο·
2. (покидать, бросать) ἀφήνω, ἐγκαταλείπω:
~ в беде ἐγκαταλείπω στή δυστυχία·
3. (отказываться) ἐγκαταλείπω:
~ всякую надежду ἐγκαταλείπω κάθε ἐλπίδα·
4. (сохранять, удерживать) ἐπιφυλάττω, φυλάσσω, διατηρώ:
~ за собой право ἐπιφυλάσσομαι, ἐπιφυλάσσω είς ἐμαυτόν τό δικαίωμα· ◊ ~ на второй год (в школе) ἀφήνω στήν ίδια τάξη· ~ кого-л. позади ἀφήνω πίσω, προσπερνώ· ~ впечатление ἀφήνω τήν ἐντύπωση· ~ память ἀφήνω ἀνάμνηση· ~ без внимания δέν δίνω προσοχή, παραμελώ· ~ без последствий δέν δίνω συνέχεια, ἀφήνω χωρίς ἐπακόλουθα· ~ кого-л. в дураках κοροϊδεύω (или γελώ, ἐξαπατώ) κάποιον не оставить камня на камне δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου· Зто оставляет желать (много) лучшего αὐτό ἔχει ἀκόμα πολ-λες ἐλλείψεις· позвольте мне вас оставить ἐπιτρέψατε μου νά σᾶς ἀφήσω· оставь! ἄστο!, ἄφησέ το!, παράτα το!· оставим §то! ἀς τ' ἀφήσουμε αὐτό!, ἄς ἀλλἀ-, ξουμε θέμα!